éruption - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

éruption - translation to γαλλικά


faire lancer      
erupt
faire éruption      
erupt
entrer en éruption      
erupt

Ορισμός

Eruption
·noun That which bursts forth.
II. Eruption ·noun A violent exclamation; ejaculation.
III. Eruption ·noun The breaking out of pimples, or an efflorescence, as in measles, scarlatina, ·etc.
IV. Eruption ·noun The act of breaking out or bursting forth; as: (a) A violent throwing out of flames, lava, ·etc., as from a volcano of a fissure in the earth's crust. (b) A sudden and overwhelming hostile movement of armed men from one country to another. Milton. (c) A violent commotion.

Βικιπαίδεια

Éruption
Le terme éruption peut désigner :
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για éruption
1. On aurait dit un volcan en éruption», raconte, ému, Denis Knoepfler.
2. Idem pour Pompéi, rasée de la surface de la terre par une puissante éruption volcanique.
3. Le président s‘attaque alors ŕ un vieux serpent de mer, la réforme agraire, qui culminera dans une éruption de violence au début des années 2000.
4. Mais les signes d‘une éruption possible sous ce calme se multiplient: petits pogromes d‘étudiants étrangers, meurtres d‘opposants considérés comme des traîtres ŕ leur pays.
5. Pour finir, le titre s‘éclaire lorsqu‘un glissement de terrain rév';le les restes d‘une foręt millénaire, jadis victime d‘une éruption volcanique.